προεκφευγω

προεκφευγω
    προεκφεύγω
    προ-εκφεύγω
    (aor. 2 προεξέφυγον) ранее убегать
    

(εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προεκφευγω" в других словарях:

  • προεκφεύγω — Α [ἐκφεύγω] ξεφεύγω, διαφεύγω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»